ἀμυνάθω

ἀμυνάθω
ἀμῡνάθω , ἀμυνάθω
defend
aor subj act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμυνάθω — ἀμυνάθω (Α) Ι. ενεργ. υπερασπίζω, βοηθώ ΙΙ. μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω επίθεση 2. παίρνω εκδίκηση, εκδικούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστώτας που θεωρήθηκε από τους γραμματικούς ως παρεκτεταμένος τ. τού ρ. ἀμύνω. Οπωσδήποτε αυτός και οι… …   Dictionary of Greek

  • ἀμυνάθετε — ἀμῡνάθετε , ἀμυνάθω defend aor imperat act 2nd pl ἀ̱μῡνάθετε , ἀμυνάθω defend aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀμῡνάθετε , ἀμυνάθω defend aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠμύναθον — ἠμύ̱ναθον , ἀμυνάθω defend aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἠμύ̱ναθον , ἀμυνάθω defend aor ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλκαθείν — ἀλκαθεῑν (Α) βοηθώ, υποστηρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Απαρέμφατο αορίστου τού άχρηστου ενεστωτικού τ. ἀλκάθω, πρβλ. και τ. ἀμυνάθω ἀμύνω. Η λ. είναι ρηματικό παράγωγο τής ρίζας ἀλκ , με την οποία αυνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε, ἀλκί, ἀλκάζω] …   Dictionary of Greek

  • αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… …   Dictionary of Greek

  • ἀμυναθεῖν — ἀμῡναθεῖν , ἀμυνάθω defend aor inf act (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυναθοῦ — ἀμῡναθοῦ , ἀμυνάθω defend aor imperat mid 2nd sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”